- επιδίκαση
- Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση μιας διαφοράς, τη διευθέτηση μιας διαφωνίας και τον διακανονισμό μιας ανωμαλίας στις σχέσεις εκείνων που βρίσκονται σε αντιδικία. Αναφέρεται σε σχέσεις μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών ομάδων, ακόμα και διακρατικές. Απώτερος στόχος της μπορεί να είναι η κοινωνική ισορροπία ή η διαφύλαξη της ειρήνης, η εφαρμογή πολιτικών μέτρων και γενικά η διατήρηση του νόμου, εθνικού ή διεθνούς. Η διαδικασία εφαρμόζεται από ένα δικαστήριο, μια ειδική επιτροπή ή ένα όργανο αρμόδιο για τον συγκεκριμένο σκοπό που ασκεί δικαιοδοτική εξουσία, γιατί παίρνει για κάθε ζήτημα αποφάσεις που είναι δεσμευτικές. Ο όρος ε. δεν είναι στενά νομικός, καθώς χρησιμοποιείται και στις πολιτικές επιστήμες.
Η ε. αναφέρεται κυρίως στη δικαστική επίλυση των διαφορών, τόσο ανάμεσα στα άτομα όσο και ανάμεσα στα κράτη. Χρησιμοποιείται πολύ στον Αστικό Κώδικα και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, της καταδίκης σε παροχή, τόσο χρηματικής, που είναι και η συνηθέστερη, όσο και όχι χρηματικής, ή και καθορισμού των πραγματικών περιστατικών, που συνεπάγονται αλλοίωση στις σχέσεις των ατόμων, κυρίως των συναλλαγών.
Στις πολιτικές επιστήμες, ο όρος ε. χρησιμοποιείται συνήθως στις διαδικασίες ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών από οποιοδήποτε όργανο έχει τη δύναμη και το κύρος να παίρνει αποφάσεις ή να διατυπώνει λύσεις δεσμευτικές για τα αντίπαλα μέρη. Τέτοια όργανα είναι οι διάφορες μεικτές επιτροπές, τα διαιτητικά δικαστήρια και τα μόνιμα διεθνή δικαστήρια.
Με ευρύτερη έννοια, ε. έχει χαρακτηριστεί και ο διακανονισμός μιας διαφοράς από ένα έγκυρο πολιτικό σώμα, όπως, για παράδειγμα, το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ ή ένα εθνικό πολιτικό σώμα (βουλή, εθνοσυνέλευση, γερουσία) εξαιτίας της σημασίας των πολιτικών απόψεων και συμφερόντων που εκφράζουν. Επίσης, ε. χαρακτηρίζεται και ο διακανονισμός από ειδικά διεθνή όργανα ή εθνικές διοικητικές υπηρεσίες και επιτροπές, που διαθέτουν τεχνικές γνώσεις, ικανές να αποτελέσουν προϋπόθεση της απόφασης του αρμόδιου δικαστικού ή διαιτητικού οργάνου. Κάθε ενέργεια αρμόδιου σώματος ή οργάνου που τείνει στον χειρισμό μιας διαφοράς με βάση της αρχές της δικαιοσύνης και έχει δικαιοδοσία να εκδώσει μια απόφαση ή μια κρίση δεσμευτική για τα υποκείμενα της διαφοράς ονομάζεται από τους πολιτικούς επιστήμονες ε., έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εκφράζεται η στενή νομική έννοια του όρου, γιατί βασίζεται περισσότερο στο συμβιβαστικό πνεύμα ή στο γενικό περί δικαίου αίσθημα χωρίς να εφαρμόζει διατάξεις καθαρού νομικού περιεχομένου.
Η επιδίκαση σημαντικών διεθνών διαφορών γίνεται και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σώμα πάντως που τα τελευταία χρόνια τείνει να χάσει τον εξισορροπητικό χαρακτήρα του· στη φωτογραφία, συνεδρίαση του σώματος για το θέμα του Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η [επιδικάζω]η αναγνώριση δικαιώματος ή απαίτησης με δικαστική απόφαση.
Dictionary of Greek. 2013.